ευρύκερως

ευρύκερως
ο (Α εὐρύκερως, -ωτος, ὁ, ἡ)
νεοελλ.
ονομασία πτηνού τής Μαδαγασκάρης
αρχ.
(για βόδια και ελάφια) με πλατιά κέρατα, με κέρατα τών οποίων απλώνονται οι διακλαδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + -κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό-κερως, βού-κερως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ASINA Balaami — miraculô loquuta, et de saevitia domini sui questa est, movente Deô linguam eius per Angelum, et modo ad palatum, modo ad labia, modo ad ldentes allidente et inflectente, prout erat necesle et aerem ad sonos formandos requisitum intra fauces… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευρυθμόκερως — εὐρυθμόκερως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) (για βόδια και ελάφια) ο ευρύκερως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύρυθμος + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”