- ευρύκερως
- ο (Α εὐρύκερως, -ωτος, ὁ, ἡ)νεοελλ.ονομασία πτηνού τής Μαδαγασκάρηςαρχ.(για βόδια και ελάφια) με πλατιά κέρατα, με κέρατα τών οποίων απλώνονται οι διακλαδώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + -κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό-κερως, βού-κερως].
Dictionary of Greek. 2013.